συρμαγιά

συρμαγιά
η, Ν
βλ. σερμαγιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σερμαγιά — και σιρμαγιά και συρμαγιά, η, Ν 1. το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας 2. (γενικά) χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”